- αλλάζω
- (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω)Ι. (μτβ.)1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή3. αντικαθιστώ, χρησιμοποιώ αντί άλλουΙΙ. (αμτβ.) (νεοελλ. και μτβ., αρχ. στη μεσ. με παθητική σημασία) εναλλάσσω, εναλλάσσομαι με κάποιον άλλο σε έργο ή απασχόληση, διαδέχομαι εναλλάξ ή κατά σειράΙΙΙ φρ. «αλλάζω χρώμα» (μσν. «ἀλλάσσεται ἡ χρόα μου», αρχ. «ἀλλάσσω χρόαν ἤ χροιάν»), γίνομαι κόκκινος από ντροπή ή κίτρινος από φόβομσν.- νεοελλ.Ι. (μτβ.)1. αντικαθιστώ τα παλιά ή βρόμικα ρούχα με καινούργια ή καθαρά και γενικά αντικαθιστώ τα ρούχα μου με άλλα2. (για χρήματα) ανταλλάσσω νόμισμα μεγάλης αξίας με άλλα μικρότερα, ίσης αξίας στο σύνολό τους, αλλά και εξαργυρώνω, ανταλλάσσω νομίσματα διαφορετικών νομισματικών μονάδων ή παίρνω συνάλλαγμαΙΙ. (αμτβ.) (μσν. και μέσ.) γίνομαι «άλλος», διαφορετικός, μεταβάλλομαι, αλλοιώνομαιΙΙΙ. φρ. «αλλάζω (τον) αέρα (μου)», (μσν. «ἀλλάσσω τοὺς ἀέρας»), αλλάζω περιβάλλον ή τόπο διαμονής, ανανεώνομαι, αναζωογονούμαινεοελλ.Ι. (αμτβ.)1. αντικαθίσταμαι από κάτι άλλο2. παρουσιάζω εναλλαγές, ποικιλία, ποικίλλω3. μεταβάλλομαι στο χειρότερο(απρόσωπα) αλλάζει (το πράγμα)διαφέρει, υπάρχει διαφοράΙΙ. φρ. «αλλάζω βέρες ή δαχτυλίδια», αρραβωνιάζω ή αρραβωνιάζομαι«αλλάζω γνώμη ή ιδέα», μεταβάλλω τις σκέψεις μου ή την απόφαση μου«αλλάζω δρόμο ή πορεία», α) μεταβάλλω την πορεία μου, λοξοδρομώβ) απομακρύνομαι προσπαθώντας να αποφύγω κάποιον«αλλάζω ζωή», μεταβάλλω τον τρόπο ζωής ή τη διαγωγή μου«αλλάζω θέση», μετακινώ κάτι ή μετακινούμαι ο ίδιος«αλλάζω λόγια ή κουβέντες με κάποιον», φιλονικώ, μιλώ έντονα και εριστικά«αλλάζω μυαλά», συνετίζομαι, λογικεύομαι«αλλάζω σπίτι», μετακομίζω«αλλάζω στέφανα», παντρεύω κάποιον, γίνομαι κουμπάρος«αλλάζω τα λόγια μου», μεταστρέφω τη γνώμη μου, ανακαλώ ό,τι έχω πει«αλλάζω την κουβέντα», στρέφω τη συζήτηση σε άλλη κατεύθυνση«αλλάζω την πληγή ή το τραύμα», καθαρίζω, απολυμαίνω και επιδένω την πληγή με καθαρούς επιδέσμους«αλλάζω το μωρό», τό πλένω και αντικαθιστώ τις βρόμικες πάνες με καθαρές«αλλάζω τροπάρι ή χαβά», παύω να ασχολούμαι επίμονα με κάτι ή να λέω συνεχώς τα ίδια, αλλάζω συμπεριφορά«αλλάζω το φύλλο», μεταβάλλω τη συμπεριφορά μου ή την τακτική μου, υπαναχωρώ«αλλάζω φύλο», γίνομαι από άντρας γυναίκα ή το αντίστροφο με ειδική εγχείρηση«αλλάζω χέρια», γίνομαι κτήμα άλλου, αλλάζω ιδιοκτήτη, μεταβιβάζομαι«άλλαξα», άλλαξα τρόπο ζωής, σκέψης, γνώμη ή προτίμηση«τού άλλαξα την πίστη ή τα φώτα ή τον αδόξαστο ή την Παναγία», τόν ταλαιπώρησα, τόν βασάνισα υπερβολικάμσν.Ι. (μτβ.)1. ενδύω, ντύνω2. (για ιερείς) φορώ τα λειτουργικά άμφιαΙΙ. (αμτβ.) γίνομαι έξαλλος, έξω φρενών(μσν. -αρχ.) (μτβ.) εγκαταλείπω, αφήνωαρχ.Ι. (μτβ.)1. εκδικούμαι, ανταποδίδω τα ίσα2. (και μεσ.) αποκτώ, παίρνω3. μέσ. α) αγοράζωβ) μεταβαίνω σε άλλο τόπο, μετακινούμαιΙΙ (αμτβ.) (και το μέσ.)1. συναλλάσσομαι, έχω εμπορικές δοσοληψίες2. παθ. συνδιαλλάσσομαι, συμφιλιώνομαιΙΙΙ. φρ. «ἀλλάσσομαι ἴχνος», αλλάζω θέση, παραμερίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ. που απαντά στην ελληνική γλώσσα ήδη από την εποχή τού Ομήρου. Ετυμολογικά το ρήμα θεωρείται παράγωγο τής λ. ἄλλος. Συγκεκριμένα ο τ. ἀλλάσω πρέπει να προήλθε από το θέμα τής λ. ἄλλος με την προσθήκη ουρανικού προσφύματος (πρβλ. θ. αορ. β' ἀλλαγῆναι, το παράγωγο ἀλλαγή καθώς και τον διαλεκτικό τ. ἀλλάζω), του οποίου όμως η ποιότητα είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Η αναγωγή τού ρήματος ἀλλάσσω σε αρχικό τ. θέματος ἀλλακ- δημιουργεί προβλήματα λόγω του παραγώγου ουσιαστ. ἀλλαγή, τού θ. αορ. β' ἤλλαγον-ἀλλαγῆναι και τού διαλεκτικού τ. ἀλλάζω. Επίσης η χρήση και η σημασία τού ρήματος ἀλλάσσω δεν δικαιολογούν την αναγωγή τού ρήματος σε αρχικό θ. ἀλλαχ-, από όπου τα επιρρ. ἀλλαχή, ἀλλαχοῦ (πρβλ. τα ανάλογα προβλήματα που δημιουργεί ο προσδιορισμός τού αρχικού θέματος τού ρήματος πράσσω-ττω κ.ά.). Κατά τον Ανδριώτη, ο νεώτερος τ. αλλάζω τού ρήματος προέρχεται από το αρχ. λοκρικό αλλάζω. Κατά τον Χατζιδάκι, αντίθετα, ο σχηματισμός τού νεώτερου τ. αλλάζω οφείλεται σε αναλογική επίδραση ρημάτων σε -ζω με αόρ. σε -ξα λόγω τής ομοιότητας τού αορ. τών ρημάτων αυτών με τον αόρ. τών ρημ. σε -σσω.ΠΑΡ. αλλαγή, άλλαγμα, αλλάκτης, αλλακτικός, αλλακτός, άλλαξιςαρχ.ἀλλάγδην νεοελλ. αλλακτής, αλλαξιά, αλλαξοσύνη.ΣΥΝΘ. ανταλλάσσω, απαλλάσσω, εναλλάσσω, μεταλλάσσω, παραλλάσσω, συναλλάσσωαρχ.ἀμφαλλάσσω, διαλλάσσω, ἐξαλλάσσω, ἐπαλλάσσω, καταλλάσσω, ὐπαλλάσσωνεοελλ.συχναλλάζω, ξαναλλάζω (βλ. και αλλαξο-)].
Dictionary of Greek. 2013.